- χρυσοπλούμιστος
- -η, -ο, Ν [χρυσοπλουμίζω](για ύφασμα) διακοσμημένος με χρυσά νήματα ή σειρήτια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοπλούμιστος — η, ο ο χρυσοπλουμισμένος, ο χρυσοποίκιλτος, ο χρυσοκέντητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηλιοχρυσοπλούμιστος — η, ο ο στολισμένος με τις χρυσές ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + χρυσοπλούμιστος] … Dictionary of Greek